- ὕπν'
- ὕπνα , ὕπνονlichenneut nom/voc/acc plὕπνε , ὕπνοςsleepmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὕπν' — Ὕπνε , Ὕπνος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ιδρώσσω — ἱδρώσσω, αττ. τ. ἱδρώττω (Α) ιδρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώς, ώτος + κατάλ. ώσσω / ώττω (πρβλ. τυφλ ώττω, υπν ώττω)] … Dictionary of Greek
κνώσσω — (Α) 1. κοιμάμαι («περίφρων Πηνελόπεια ἡδὺ μάλα κνώσσουσ ἐν ὀνειρείησι πύλῃσιν», Ομ. Οδ.) 2. παροιμ. «Λάτμιον κνώσσεις» μένεις ακίνητος σαν σβούρα, δηλαδή στριφογυρίζεις συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. θυμίζει το ὑπν ώσσω] … Dictionary of Greek
ξυλαράς — ο 1. αυτός που μεταφέρει και πουλάει καυσόξυλα 2. (για πρόσ.) (επιτιμητικά) άξεστος, αγροίκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. υπν αράς)] … Dictionary of Greek
ονειρώττω — (ΑΜ ὀνειρώττω και ὀνειρώσσω) έχω ονείρωξη, εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια τού ύπνου αρχ. μτφ. ποθώ να αποκτήσω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνειρος + κατάλ. ώσσω / ώττω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λοιμ ώττω, υπν ώττω)] … Dictionary of Greek
υδρηλός — ή, όν, ΜΑ αυτός που περιέχει νερό ή ο μαλακός από υγρασία, νοτισμένος αρχ. υδρευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑδρ τού ὕδωρ* + επίθημα ηλός (πρβλ. ὑπν ηλός)] … Dictionary of Greek
φωναράς — ού, άδικο, Ν φωνακλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. κλεφτ αράς, υπν αράς)] … Dictionary of Greek
χειλαράς — ο, θηλ. χειλαρού, Ν αυτός που έχει μεγάλα και προεξέχοντα χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χείλι /χείλος + μεγεθ. κατάλ. αράς (πρβλ. μυτ αράς, υπν αράς)] … Dictionary of Greek